- βαγόνι
- το1. σιδηροδρομικό ή τροχιοδρομικό όχημα2. συνεκδ. το φορτίο που μπορεί να χωρέσει σε σιδηροδρομικό όχημα («δυο βαγόνια κάρβουνα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vagone < (αγγλ.) wagon].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαγόνι — το καθένα από τα σιδηροδρομικά οχήματα. Τα βαγόνια της αμαξοστοιχίας είναι όλα καινούρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελεφερίκ — (télépherique). Σύστημα εναέριας μεταφοράς ατόμων με σχοινιά. Οι τροχιές του τ. ή σχοινόδρομου, αποτελούνται από δύο συρματόσχοινα, ένα για κάθε διαδρομή. Τα οχήματα είναι μικροί ξύλινοι ή μεταλλικοί θάλαμοι, με συρόμενες θύρες και μεγάλα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Σιδηροδρομικό (Αθηνών) — Το πρώτο του είδους του της χώρας μας στεγάζεται σε ένα παλιό αμαξοστάσιο από το 1979 (Σώκου 4 & Λιοσίων 301, Σεπόλια). Στην κατάλληλα διαμορφωμένη κεντρική αίθουσα του αμαξοστασίου φιλοξενούνται μερικά θαυμάσια δείγματα από τις αμαξοστοιχίες που … Dictionary of Greek
βαγκόν-λι — το σιδηροδρομικό βαγόνι με κρεβάτια, κλινάμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικός όρος < γαλλ. wagon lit «βαγόνι κρεβάτι»] … Dictionary of Greek
Evridiki — Infobox musical artist Name = Evridiki Img capt = Evridiki performing Comme Ci, Comme Ça at the Eurovision Song Contest 2007 Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Alias = Born = birth date and age|1968|2|25 Limassol, Cyprus … Wikipedia
αναφορέας — ο (Α ἀναφορεύς) 1. ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο του άκρες στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλιώς μανέλα νεοελλ. αναβατήρας, εξωτερικό σιδερένιο σκαλοπάτι σε βαγόνι τραίνου ή αμάξι, μαρσπιέ… … Dictionary of Greek
βαγένι — και βαγόνι, το (Μ βαγένιον και βαγένιν και βαγοίνιον) ξύλινο βαρέλι για κρασί νεοελλ. κυλινδρικός θόλος ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βαγένι < μσν. βαγένιον βαγοίνιον < (σλαβ.) vagan με πιθανή επίδραση του λαγένι «στάμνα» ή, τέλος, κατ άλλη… … Dictionary of Greek
διάξονος — ο 1. (για αμάξι) αυτός που έχει δύο άξονες 2. (για βαγόνι, άμαξα, κ.λπ.) τετράτροχος … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
βαγκονλί — το (λ. γαλλ.),βαγόνι αμαξοστοιχίας με κρεβάτια, η κλινάμαξα: Θα ταξιδέψω βράδυ βαγκονλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)